- δεκατιστής
- ο (AM δεκατιστής)μσν.- νεοελλ.ο δεκατευτής, αυτός που συγκεντρώνει τον φόρο τής δεκάτηςνεοελλ.παροιμ. «όταν θα 'ρθεί ο δεκατιστής, ας δεκατίσει ό,τι εύρει» — όποιος και νά 'ρθει, δεν θα μού πάρει τίποτε, γιατί δεν έχω τίποτεαρχ.αυτοί που γιορτάζουν με θρησκευτικές εκδηλώσεις τη δέκατη μέρα τού μήνα.
Dictionary of Greek. 2013.